μυριοπτέρυγος

μυριοπτέρυγος
-η, -ο
1. αυτός που έχει αναρίθμητες πτέρυγες
2. μτφ. (για άνεμο) αυτός που πνέει ορμητικά («ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον... Άθω», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + πτέρυγα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”